Publicitade E▼
προσέχω (v.)
1.είμαι προσεκτικός, δείχνω προσοχή
2.ακούω προσεκτικά, παρακολουθώ προσεκτικά
3.παρατηρώ, ακολουθώ με το βλέμμα ή (και) την ακοή μου κάποιες κινήσεις ή δραστηριότητες
4.ακούω προσεκτικά
προσέχω
1.αναλαμβάνω τη φύλαξη κάποιου
Publicidade ▼
προσέχω
αντιλαμβάνομαι, εμποδίζω τη διαφυγή, επιβλέπω, παρατηρώ, παρατηρώ και θυμάμαι, προσέχω πότε θα φανεί κπ. ή κτ., προσέχω τι κάνω ή τι λέω, συγκεντρώνομαι σε, φροντίζω, φρουρώ, φυλάγομαι από, φυλάγω
προσέχω (v.)
έχω το νου μου, ακούω, ακούω με μεγάλη προσοχή, δέν μέ πειράζει, δίνω σημασία σε, είμαι όλος αφτιά, επιβλέπω, παίρνω κατάκαρδα, παίρνω κπ. στα σοβαρά, παίρνω κτ. στα σοβαρά, παίρνω σοβαρά υπόψη, παίρνω στα σοβαρά, παίρνω υπόψη μου, παρακολουθώ, παρατηρώ, παρατηρώ προσεκτικά, προσέχω τι λέω και τι κάνω, σε βάθος ψάχνω, υπακούω, φροντίζω, φυλάγομαι, ψάχνω σε βάθος
προσέχω (v.)
Ver também
προσέχω (v.)
↘ επιτήρηση, επιτηρητής ≠ αμελώ, παραλείπω, παραμελώ
Publicidade ▼
⇨ προσέχω να δω • προσέχω πότε θα φανεί κπ. ή κτ. • προσέχω σαν τα μάτια μου • προσέχω τι κάνω ή τι λέω • προσέχω τι λέω και τι κάνω
προσέχω
προσέχω
προσέχω
être attentif, prêter attention (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalPsychologicalProcess (en)[Domaine]
προσέχω
être attentif, prêter attention (fr)[Classe]
repérer (fr)[Classe]
prendre conscience de qqch (fr)[Classe]
avoir présent à l'esprit, dans l'esprit : savoir (fr)[Classe]
noter (fr)[Classe]
obtenir une information, un savoir... (fr)[Classe]
view; look; see (en)[Classe]
παρακολούθηση - ένδειξη, σημάδι - noticer (en) - noticeable, substantial (en) - detectable, discernible, noticeable (en) - αισθητός, φανερός[Dérivé]
νιώθω, νοιώθω[Domaine]
αγνοώ[Ant.]
προσέχω (v.)
s'intéresser à (fr)[Classe]
προσέχω (v.)
protéger (fr)[Classe]
look after (en)[Classe]
ce qui est dû (fr)[DomaineCollocation]
ce qui est possédé (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Seeing (en)[Domaine]
προσέχω (v.)
guetter (fr)[Classe]
προσέχω (v.)
υπακούω[Hyper.]
ακοή, ακρόαση - έγνοια, μέριμνα, προσοχή, φροντίδα - mind (en)[Dérivé]
προσέχω (v.)
επιβλέπω, προσέχω, προσέχω πότε θα φανεί κπ. ή κτ.[Hyper.]
κοιτάζω[Analogie]
προσέχω (v.)
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,046s