Publicitade E▼
έλα (v.)
1.κινούμαι προς, ταξιδεύω προς κάτι ή κάποιον, κινούμαι προς συγκεκριμένη κατεύθυνση πλησιάζοντας (τόπο ή πρόσωπο)
Publicidade ▼
έλα (v.)
Ver também
έλα (v.)
≠ αναχωρώ, απομακρύνω, φεύγω
Publicidade ▼
έλα (v.)
factotum (en)[Domaine]
Translocation (en)[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,858s