Publicitade R▼
αποφέρω (v.)
1.αποδίδω ως κέρδος, ως εισόδημα
2.για μεταφορά ήχου ή εικόνας
3.πουλώ σε ορισμένη τιμή
αποφέρω
1.παράγω ως προϊον για φυτά, τόπους, ζώα
Publicidade ▼
Publicidade ▼
αποφέρω
factotum (en)[Domaine]
result (en)[Domaine]
αποφέρω (v.)
economy (en)[Domaine]
FinancialTransaction (en)[Domaine]
αποκομίζω, βγάζω, κερδίζω, κερδίζω από πώληση[Hyper.]
απόδοση, παραγωγή - καρπός - αμοιβή, αποδοχές, απολαβές, κέρδη, μισθός - production (en)[Dérivé]
επένδυση[Domaine]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s