Publicitade R▼
δώνω (v.)
1.αφήνω κληρονομιά, κληροδοτώ
2.πουλώ σε ορισμένη τιμή
Publicidade ▼
δώνω (v.)
αναθέτω, αποφέρω, αφήνω, αφήνω κληρονομιά, δίδω, δίνω, εμπιστεύομαι, κληροδοτώ, πουλιέμαι για
Ver também
δώνω (v.)
Publicidade ▼
δώνω (v.)
δίδω; δίνω; δώνω; κληροδοτώ; αφήνω; εμπιστεύομαι; αναθέτω; αφήνω κληρονομιά[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Giving (en)[Domaine]
δωρίζω, χαρίζω[Hyper.]
κληροδότημα, κληρονομιά[GenV+comp]
διαθήκη[Dérivé]
αφήνω πίσω, ξεχνώ να πάρω - ανακοινώνω, μεταδίδω[Domaine]
αποκηρύσσω, αποκληρώνω[Ant.]
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,156s