Publicitade E▼
πετώ (v.)
1.(μεταφορικά) κινούμαι ταχύτατα
2.ταξιδέυω με ιπτάμενα μεταφορικά μέσα
3.κινούμαι πολύ γρήγορα σαν να πετάω
4.ταξιδεύω με αεροπλάνο
5.είμαι σε μετέωρη κατάσταση,ίπταμαι και κινούμαι στον αέρα
6.ρίχνω κάτι μπροστά
7.απαλλάσσομαι από κάτι
8.κινούμαι με ταχύτητα, περπατώ με πολύ γρήγορο βήμα
9.κινούμαι στον αέρα φτερουγίζοντας
10.πετώ με ισχυρό άνεμο
11.πετώ με οπτική επαφή εδάφους
12.ρίχνω κάτι εκτοξεύω σε απόσταση ή με δύναμη
13.ρίπτω, π.χ. "ρίπτω ελαφρό πλαστικό δίσκο, συνήθως 20-25 εκ. διάμετρο, με περιστροφική κίνηση"
14.πετάω κάτι στα άχρηστα
15.πετώ ή αιωρούμαι σε μεγάλο ύψος
16.οδηγώ,κυβερνώ αεροσκάφος,εκτελώ πτήση
πετώ
1.αδειάζω στην χωματερή
Publicidade ▼
πετώ
πετώ (v.)
αιωρούμαι, ανατρέπω, ανεβαίνω στα ύψη, αποπειρώμαι να δραπετεύσω, απορρίπτω, αχρηστεύω, διαφεύγω, διευθύνω , δραπετεύω, εκσφεδονίζω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, εξαπολύω, κατά λάθος πέφτω, κυβερνώ , μετεωρίζομαι, ξεγλιστρώ, ξεφορτώνομαι, ξεφορτώνομαι το περιττό βάρος σε περιπτώσεις κινδύνου, πέφτω, πέφτω κάτω, περνάω γρήγορα, πετάω, πετώ ψηλά, πιλοτάρω , πλοηγώ, ρίπτω, ρίχνω, ρίχνω κτ., σκαμπανεβάζω, στρίβω νόμισμα, σωριάζομαι, τινάζω, τινάζω με δύναμη, τρέπομαι σε φυγή, υψιπετώ, φτερουγίζω, χειρίζομαι, χτυπιέμαι
Ver também
Publicidade ▼
⇨ (ξε)πετώ • από πάνω πετώ μου • πετώ (για φυτό) • πετώ έξω • πετώ από πάνω μου • πετώ με ανεμόπτερο • πετώ με δύναμη • πετώ με υδροπλάνο • πετώ νερά • πετώ σε άλλον το μπαλάκι • πετώ σε σμήνος • πετώ στα σύννεφα • πετώ χωρίς συμπιλότο • πετώ ψηλά
Conteùdo de sensagent
calculado em 0,031s